ακαλόπιαστος

ακαλόπιαστος
-η, -ο
1. εκείνος που δεν τον έχει κανείς καλοπιάσει, δεν του έχει φερθεί καλά: Δεν εννοούσε να κάνει τίποτε ακαλόπιαστος.
2. αυτός που δε δέχεται καλοπιάσματα, δύσκολος: Τα καλοπιάσματα πήγαν χαμένα· ήταν άνθρωπος δύστροπος, ακαλόπιαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαλόπιαστος — η, ο [καλοπιάνω] 1. αυτός που δεν πιάνεται εύκολα με τα χέρια 2. αυτός που δεν τόν έχουν πιάσει με το καλό, δεν τού έχουν φερθεί ευγενικά 3. όποιος δεν παίρνει από καλοπιάσματα, δεν υποχωρεί σε παρακλήσεις, δύστροπος 4. (ζώο) που δεν τιθασεύεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”